Το νησί των Σπετσών δεν ήταν νησί μέχρι και το 8000 π.Χ. Η στάθμη της θάλασσας μέχρι και την Μεσολιθική εποχή ήταν αρκετά χαμηλότερη, με αποτέλεσμα οι Σπέτσες να συνδέονται με την απέναντι Πελοπόννησο μέσω μιας στενής λωρίδας γης (για την ακρίβεια, όλα τα νησιά του ευρύτερου Αργολικού, εξαιτίας των ανακατατάξεων που έφερναν οι περίοδοι των παγετώνων, άλλοτε βρίσκονταν στον πυθμένα της θάλασσας και άλλοτε αναπόσπαστα κομμάτια της στεριάς της Πελοποννήσου – αρχαιολόγοι έχουν βρει απολιθώματα μυδιών και άλλων οστρακοειδών στα γύρω βουνά, σε υψόμετρο μέχρι και 300 μέτρα!).
Όπως αναφέρουν οι αρχαίοι γεωγράφοι Στράβων (1ος αιώνας π.Χ.) και Παυσανίας (2ος αιώνας μ.Χ.), το νησί ονομαζόταν Πιτυούσα από τα πολλά πεύκα που υπήρχαν στο νησί (πιτυούς = πευκώνας). Το σημερινό όνομα Σπέτσες έχει προκύψει ως παράφραση του αρχαίου. Στο Μεσαίωνα το νησί ήταν γνωστό ως Πέτσα, οι Βενετσάνοι το ονόμαζαν Σπέτσα και μετά την Επανάσταση του 1821, στο νησί δόθηκε το ελληνικότερο όνομα Σπέτσαι.
Οι Σπέτσες είχαν ήδη, από την εποχή του Χαλκού (περί το 2300 π.Χ.), σημαντικό εμπόριο δια θαλάσσης με τις γύρω περιοχές και 3 λιμάνια (Αγία Μαρίνα, Αγία Παρασκευή και Ζωγεριά). Ανασκαφές έχουν βρει Μυκηναϊκούς οικισμούς κοντά σε πηγές νερού, στην Αγία Μαρίνα και τους Αγίους Αναργύρους. Η αρχαία ιστορία των Σπετσών ακολουθεί την γενικότερη ιστορία της Πελοποννήσου.
Στο τέλος των Ρωμαϊκών χρόνων (2ος – 3ος αιώνας μ.Χ.), η Πελοπόννησος υποφέρει από βαρβαρικές επιδρομές οι οποίες παραδόξως άφησαν τις Σπέτσες ήσυχες, ίσως επειδή ήταν νησί, με αποτέλεσμα τον 4ο αιώνα μ.Χ. οι Σπέτσες να αναφέρονται ως μια από τις 3 μεγαλύτερες πόλεις της Αργολίδας, μαζί με το Άργος και την Ερμιόνη. Δυστυχώς, η ανοσία στις επιδρομές δεν κράτησε και οι Βάνδαλοι (464 μ.Χ.) και οι Σλάβοι (587 και 623 μ.Χ.) συμπεριέλαβαν το νησί στα σχέδια τους, με αποτέλεσμα τον 8ο αιώνα μ.Χ. το νησί να είναι σχεδόν έρημο.
Το 13ο αιώνα περνά στα χέρια των Βενετών, μετά από μια μεγάλη ναυτική νίκη τους επί των Βυζαντινών – Γενουατών στα ανοιχτά της Σπετσοπούλας (αρχαία ονομασία Αριστερά), και από τότε οι κατακτητές εναλλάσσονται μεταξύ Τούρκων, Καταλανών, Φράγκων και Βενετσιάνων, ενώ οι κάτοικοι αραιώνουν με αργό αλλά σταθερό ρυθμό. Όσοι γλιτώνουν το πειρατικό τσεκούρι, συγκεντρώνονται στον φυσικά οχυρό λόφο που σήμερα ονομάζεται Καστέλι.
Το 1714, όταν οι Τούρκοι κατέλαβαν το Ναύπλιο και έδιωξαν οριστικά τους Βενετούς από την γενικότερη περιοχή, πολλοί χριστιανοί Αρβανίτες – υπερασπιστές του Ναυπλίου, ήρθαν και εγκαταστάθηκαν στο νησί. Οι Τούρκοι, φοβούμενοι την επαναφορά των Βενετών, έδωσαν επιτέλους προνόμια στην περιοχή (ώστε να μην έχουν κίνητρο να επαναστατήσουν) και από τότε οι Σπέτσες αρχίζουν πάλι να ακμάζουν, ο εμπορικός τους στόλος να μεγαλώνει και να έρχεται η οικονομική άνθηση.
Παρόλα αυτά, καμία παραχώρηση δεν κοιμίζει την ανάγκη του ανθρώπου για ελευθερία, κι έτσι οι Σπέτσες παίρνουν μέρος στα Ορλωφικά, την Επανάσταση του 1774. Η επανάσταση ήταν πρόχειρα σχεδιασμένη και προδοτικά εκτελεσμένη, καθώς οι Ρώσοι έκαναν τελικά συμφωνία με τους Τούρκους και απέσυραν το στρατό και το στόλο τους. Οι Τούρκοι κατέστρεψαν το λιμάνι και την οχυρωμένη πόλη Καστέλλι και οι Σπετσιώτες έφυγαν για να γλιτώσουν στα Κύθηρα. Το γειτονικό νησί της Ύδρας αρνήθηκε να συμμετάσχει στα Ορλωφικά, και πολλοί Σπετσιώτες πίστευαν πως η επανάσταση απέτυχε εξαιτίας τους – αυτό ήταν και το ξεκίνημα της αντιπαράθεσης των δύο νησιών.
Στην Επανάσταση του 1821, η συμβολή των Σπετσών ήταν τεράστια. Από τους πρώτους (αντίθετα με τους γείτονες Υδραίους που ήθελαν το …χρόνο τους) ρίχνονται στον αγώνα, σε όλα τα μέτωπα: Ναύπλιο, Μονεμβασιά, Τριπολιτσά. Το δυνατό ναυτικό τους και οι έμπειροι καπετάνιοι, εμποτισμένοι με την φλόγα της αγάπης για την πατρίδα, βοηθούν τον αγώνα σε όλα τα μήκη και πλάτη της Ελλάδας.
Και τι πιο ενδεικτικό παράδειγμα από την Λασκαρίνα Μπουμπουλίνα, την καπετάνισσα των Σπετσών και μοναδική γυναίκα Ναύαρχο στην ιστορία της Ελλάδας (ο τίτλος της δόθηκε τιμητικά, μετά θάνατον). Υδραία στην καταγωγή, γεννήθηκε μέσα στις φυλακές της Κωνσταντινούπολης, όταν η μητέρα της είχε πάει να επισκεφτεί τον ετοιμοθάνατο πατέρα της, που κρατούνταν για την συμμετοχή του στα Ορλωφικά. Παντρεύτηκε και χήρεψε 2 φορές, έκανε 7 παιδιά και αξιοποίησε την περιουσία των ανδρών της με τον καλύτερο τρόπο: ναυπήγησε πλοία, όπλισε πληρώματα και ετοιμαζόταν (εν γνώσει της;) για να τα δώσει όλα για τον Αγώνα. Μα όλα! Την σημερινή εποχή που ξοδεύουμε περί τα 10 λεπτά συζήτησης και 20 γκρίνιας για το πόσο φιλοδώρημα θα αφήσουμε στο τραπέζι της αφθονίας, είναι ασύλληπτο για μας να καταλάβουμε πως ένας άνθρωπος μπορεί να θυσιάσει τα πάντα (περιουσία, γιους, την ίδια του τη ζωή) για να βοηθήσει άλλους, ώστε μια μέρα να είναι ελεύθεροι.
Πέθανε με άδοξο και τραγικό τρόπο, όπως άλλωστε εξελισσόταν και η ζωή της. Στα χρόνια του δεύτερου εμφυλίου πολέμου μεταξύ στεριανών και νησιωτών (1825), ενώ ο Κολοκοτρώνης και άλλοι οπλαρχηγοί βρίσκονταν φυλακισμένοι από την κυβέρνηση Κουντουριώτη και η Μπουμπουλίνα, πάμπτωχη και εξόριστη στο νησί της με απειλή φυλακής, ο γιος της Γιώργος Γιάννουζας απαγάγει την κόρη του Xριστόδουλου Κούτση, Eυγενία. Τα παιδιά αγαπιόντουσαν όμως οι Κουτσαίοι δεν ήθελαν το γάμο. Η Μπουμπουλίνα πάει στο σπίτι του γιου τους να δει τι συμβαίνει και σύντομα καταφθάνει το σόι των Κουτσαίων, να πάρουν πίσω την κόρη τους. Στην λογομαχία που προέκυψε, ένας άγνωστος πυροβόλησε την Μπουμπουλίνα στο κεφάλι και πέθανε ακαριαία.