Η ιδέα της ένωσης του Κορινθιακού με το Σαρωνικό κόλπο είναι πολύ παλιά και χρειάστηκαν πάνω από 25 αιώνες για την υλοποίησή της. Ο τύρρανος της Κορίνθου Περίανδρος, ένας από τους επτά σοφούς της αρχαιότητας (οι υπόλοιποι ήταν: Θαλής ο Μιλήσιος, Βίας ο Πριηνεύς, Πιττακός ο Μυτιληναίος, Σόλων ο Αθηναίος, Χίλων ο Λακεδαιμόνιος και Κλεόβουλος ο Ρόδιος), γύρω στα 620π.Χ., σκέφτηκε πρώτος τη διάνοιξη του Ισθμού, εξαιτίας της δυσκολίας στη μεταφορά των εμπορευμάτων δια ξηράς.
Ο Περίανδρος αρχικά κατασκεύασε τον δίολκο, ένα πλακόστρωτο διάδρομο πάνω στον οποίο γλιστρούσαν τα πλοία της εποχής (πάνω σε ξύλα) αλειμμένα με λίπος για να περάσουν τον Ισθμό από τη μια ακτή στην άλλη. Τα πανάκριβα τέλη (διόδια) που καταβάλλονταν στην Κόρινθο ήταν και το πιο σημαντικό έσοδο της πόλης. Τμήματα του αρχαίου δίολκου φαίνονται ακόμα και σήμερα, παράλληλα του σύγχρονου καναλιού και προς Β. Από το 1960, ο Αρχαίος Δίολκος της Κορίνθου αποκαθίσταται.
Σύμφωνα με τους ιστορικούς, o Περίανδρος εγκατέλειψε τα σχέδια του να κατασκευάσει ισθμό μεταξύ των 2 κόλπων για 2 κυρίως λόγους. Πρώτον οι τεχνικές δυσκολίες καθιστούσαν ένα τέτοιο έργο υπερβολικά δύσκολο και κοστοβόρο. Εξάλλου, η μυϊκή δύναμη των δούλων και των ζώων ήταν επαρκής για να μεταφερθούν οι τριήρεις, που ήταν πλοία μικρών διαστάσεων.
Δεύτερον, φοβήθηκε ότι θα προκαλούσε την οργή των Θεών, εξαιτίας του χρησμού της Πυθίας που έλεγε «τον Ισθμό ούτε να τον οχυρώσετε, ούτε να τον σκάψετε. Γιατί ο Δίας έφτιαξε νησί, όπου έκρινε σωστό». Το πιθανότερο είναι ότι ο χρησμός υπήρχε για να προστατεύσει τους ιερείς των διαφόρων ναών, οι οποίοι λάμβαναν πλούσια δώρα και αφιερώματα από τους εμπόρους κατά την στάση τους στην Κόρινθο (η οποία εκμεταλλευόταν οικονομικά την διολκό).
Τρεις αιώνες μετά τον Περίανδρο, το 307 π.Χ. ο Δημήτριος Πολιορκητής κάλεσε αιγύπτιους μηχανικούς για να τον συμβουλέψουν, τον έπεισαν όμως ότι η στάθμη του νερού ήταν διαφορετική στον Κορινθιακό και στο Σαρωνικό, συνεπώς η τομή του Ισθμού θα είχε ως αποτέλεσμα την καταπόντιση της Αίγινας και των γειτονικών ακτών.
Στα Ρωμαϊκά χρόνια, οι Ιούλιος Καίσαρ (44 π.Χ.) και Καλιγούλας (37 π.Χ.) ασχολήθηκαν με την διάνοιξη του Ισθμού, εγκατέλειψαν όμως τα σχέδια τους για πολιτικούς και στρατιωτικούς λόγους. Ο Νέρων, που ήθελε να ξεπεράσει τον Ηρακλή χωρίζοντας δύο στεριές, διέταξε το 66 μ.Χ. να αρχίσουν τα έργα διάνοιξης του Ισθμού. Χιλιάδες εργάτες, εκ των οποίων 6.000 αιχμάλωτοι πειρατές, τοποθετήθηκαν κατά μήκος της γραμμής της διώρυγας και ο αυτοκράτορας έδωσε πανηγυρικά το εναρκτήριο χτύπημα με τη χρυσή του αξίνα. Οι εργασίες εκσκαφής σταμάτησαν όταν ο Νέρωνας αναγκάστηκε να γυρίσει στη Ρώμη για να αντιμετωπίσει την εξέγερση του στρατηγού Γάλβα. Με το θάνατο του Νέρωνα, τον επόμενο χρόνο, το έργο εγκαταλείφθηκε.
Κατά την βυζαντινή εποχή, οι δρόμοι του εμπορίου είχαν αλλάξει και η Πελοπόννησος είχε περάσει στο παρασκήνιο. Έτσι, δεν υπήρχε ποτέ αρκετά δυνατό (οικονομικό) «κίνητρο» ώστε να αρχίσουν πάλι οι εργασίες διάνοιξης του Ισθμού. Επί Ενετοκρατίας, η σημασία της Πελοποννήσου άρχισε πάλι να αυξάνεται, κι έτσι οι Ενετοί επιχείρησαν να σκάψουν τον ισθμό, από τη μεριά του Κορινθιακού αυτή τη φορά. Η μικρή διάρκεια της κατοχής τους και οι δυσκολίες που συνάντησαν (που μεταφράστηκαν ως «κακά σημάδια») οδήγησαν στη διακοπή των εργασιών.
Ο επόμενος που εξέτασε τη διόρυξη του ισθμού ήταν ο πρώτος κυβερνήτης της απελευθερωμένης από τον Τουρκικό ζυγό Ελλάδας, Καποδίστριας, το 1830. Ο περιορισμένος ωστόσο προϋπολογισμός του κράτους δεν επέτρεψε τη διάθεση του κονδυλίου των 40.000.000 φράγκων, για την εκτέλεση των έργων.
Στα επόμενα χρόνια, το έργο ερχόταν όλο και πιο κοντά στην πραγμάτωση του, βήμα με βήμα, μέχρι τις 23 Απριλίου 1882 όταν οι εργασίες διάνοιξης ξεκίνησαν, με την επίβλεψη του ανθρώπου που ήταν πίσω από την διάνοιξη του ισθμού του Σουέζ, Φερδινάνδου ντε Λεσσέψ. Ύστερα όμως από 8 χρόνια, οι εργασίες διακόπηκαν εξαιτίας της εξάντλησης των κεφαλαίων.
Τη συνέχιση του έργου ανέλαβε ελληνική εταιρεία με την επωνυμία «Εταιρεία της Διώρυγας της Κορίνθου» υπό τον Ανδρέα Συγγρό, που αποπεράτωσε το έργο. Ο τεχνικός άθλος της διάνοιξης της διώρυγας, με τη χρησιμοποίηση 2.500 εργατών και των τελειότερων μηχανικών μέσων της εποχής, ολοκληρώθηκε μετά από 11 χρόνια και τα εγκαίνια έγιναν στις 25 Ιουλίου 1893, από το πρωθυπουργό Σωτήριο Σωτηρόπουλο.