
Κάστρο Αντιρρίου, από Α
Η δυτική Πύλη του Κορινθιακού Κόλπου
Στο στενότερο σημείο του Κορινθιακού Κόλπου, όπου η Πελοπόννησος σχεδόν αγγίζει τη Στερεά Ελλάδα, βρίσκονται το Ρίο στα νότια και το Αντίρριο στα βόρεια. Το στενό που τα χωρίζει, πλάτους περίπου ενός νμλ, υπήρξε ήδη από την αρχαιότητα ένα φυσικό θαλάσσιο πέρασμα στρατηγικής σημασίας — η πύλη μεταξύ του Ιονίου και του Κορινθιακού. Όποιος κατείχε τα δύο ακρωτήρια μπορούσε να ελέγχει τη ναυσιπλοΐα, το εμπόριο και τις στρατιωτικές κινήσεις προς και από τη δυτική Ελλάδα. Η γεωγραφική αυτή ιδιαιτερότητα εξηγεί γιατί Ρίο και Αντίρριο μοιράζονται από κοινού μια ιστορική μοίρα, ως δίδυμα οχυρά που φρουρούν και τις δύο ακτές.
Αρχαιότητα
Στους κλασικούς χρόνους, τα δύο ακρωτήρια βρισκόταν στη σφαίρα επιρροής ισχυρών πόλεων: Πάτρας, Αιγίου, Ναυπάκτου και Κορίνθου. Οι αρχαίοι συγγραφείς τα αναφέρουν με διάφορα ονόματα: το νότιο ως Ρίον Αχαϊκόν και το βόρειο ως Ρίον Μολυκρικόν ή Ἀντίρριον, λόγω της γειτνίασής του με το αἰτωλικό φρούριο της Μολυκρίας (σημερινή περιοχή Βελβίνας). Ο Θουκυδίδης (Β’, 86) μνημονεύει τη σημασία του στενού κατά τον Πελοποννησιακό Πόλεμο. Εκεί, ο Αθηναίος ναύαρχος Φορμίων αντιμετώπισε και κατέστρεψε δύο φορές τον πελοποννησιακό στόλο (429 π.Χ.), εξασφαλίζοντας τον έλεγχο της εισόδου του Κορινθιακού. Οι ναυμαχίες αυτές αναδεικνύουν τη στρατηγική αξία του περάσματος ήδη από τον 5ο αιώνα π.Χ.
Η λέξη Ῥίον (από το ρήμα ῥέω – ῥινόω) σημαίνει «προεξέχον ακρωτήριο» και έγινε τοπωνύμιο και για τις δύο πλευρές. Τα αρχαιολογικά κατάλοιπα στο Ρίο είναι περιορισμένα, ωστόσο κεραμική και ίχνη λιμενικών εγκαταστάσεων μαρτυρούν σύνδεση με το γειτονικό λιμάνι της Πάτρας. Στο Αντίρριο, λείψανα οχυρωματικών έργων σε υπερυψωμένη θέση υποδηλώνουν ύπαρξη μικρής φρουράς, πιθανότατα εξαρτημένης από τη Ναύπακτο — μεγάλο ναύσταθμο τόσο των Αιτωλών όσο και αργότερα των Ρωμαίων.
Ρωμαϊκή και Βυζαντινή Περίοδος
Κατά τη ρωμαϊκή εποχή (2ος αι. π.Χ. – 4ος αι. μ.Χ.) το πέρασμα συνέχισε να λειτουργεί ως δευτερεύον αλλά ασφαλές θαλάσσιο δρομολόγιο. Οι Ρωμαίοι διατηρούσαν μικρούς σταθμούς για τη φύλαξη της διέλευσης και τη σύνδεση της Πάτρας — αποικίας του Αυγούστου — με τη Ναύπακτο στη βόρεια ακτή. Η ύπαρξη πρόχειρων διαπεραιώσεων θεωρείται πιθανή.
Στα βυζαντινά χρόνια, το στενό αποκτά εκ νέου σημασία, καθώς η αυτοκρατορία επιδίωκε να ελέγξει τις δυτικές θαλάσσιες οδούς και να προστατεύσει τον Κορινθιακό, κρίσιμο σύνδεσμο μεταξύ Ιονίου και των πελοποννησιακών θεμάτων. Πηγές από τον 9ο έως τον 12ο αιώνα μνημονεύουν το Κάστρον του Ῥίου τῆς Πάτρας, ένα από τα φρούρια-παρατηρητήρια της δυτικής Πελοποννήσου.
Δεν υπήρξε μεγάλος οικισμός, αλλά η στρατιωτική παρουσία είναι βεβαία, με καθήκοντα επιτήρησης και είσπραξης τελωνειακών δασμών. Οι μεταγενέστερες οχυρώσεις χτίστηκαν πάνω ή κοντά σε αυτές τις βυζαντινές θέσεις.
Φραγκοκρατία και Ενετοκρατία
Μετά τη Δ΄ Σταυροφορία (1204) και τη διάλυση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, τα δύο σημεία περιήλθαν στο Πριγκιπάτο της Αχαΐας. Η στρατηγική τους θέση προσέλκυσε αμέσως το ενδιαφέρον των Ενετών, οι οποίοι ήθελαν να ελέγχουν τις θαλάσσιες οδούς του Ιονίου και του Αιγαίου.
Κατά τον 15ο αιώνα, οι Ενετοί και οι Οθωμανοί συγκρούονταν επανειλημμένα για τον έλεγχο του περάσματος. Οι Ενετοί μηχανικοί αντελήφθησαν την αξία του σημείου και ανήγειραν ισχυρά λίθινα οχυρά και στα δύο άκρα του στενού — τα λεγόμενα «Κάστρα των Στόμιων» (Castelli del Morée e della Romania). Το νότιο ονομάστηκε Κάστρο του Μωρέως (Ρίο) και το βόρειο Κάστρο της Ρούμελης (Αντίρριο). Τα πυροβόλα τους διασταύρωναν τα πυρά πάνω από τη θάλασσα, καθιστώντας αδύνατη την ανεξέλεγκτη διέλευση πλοίων.
Οθωμανική Περίοδος
Το 1499, κατά τον Α΄ Ενετοτουρκικό Πόλεμο, ο οθωμανικός στόλος υπό τον Κεμάλ Ρεΐς κατέλαβε και τα δύο φρούρια. Ο σουλτάνος Βαγιαζήτ Β΄ διέταξε την πλήρη ανακατασκευή τους. Τα σημερινά κάστρα του Ρίου και του Αντιρρίου αποτελούν εξαίρετα δείγματα πρώιμης οθωμανικής οχυρωματικής αρχιτεκτονικής στην Ελλάδα.
Το κάστρο του Ρίου, τριγωνικό, εκτείνεται ως τη θάλασσα και περιβαλλόταν από θαλάσσια τάφρο — ασυνήθιστο χαρακτηριστικό για ελληνικά παράλια. Το κάστρο του Αντιρρίου, μικρότερο, αντικρίζει το πρώτο σε απόσταση λίγων εκατοντάδων μέτρων. Μαζί σχημάτιζαν ένα ενιαίο αμυντικό σύστημα γνωστό στους Οθωμανούς ως «Στενό του Σουλτάνου» (Sultaniye Boğazı). Τα κάστρα λειτουργούσαν ως τελωνεία, ναυτικές φρουρές και σταθμοί ελέγχου της ναυσιπλοΐας, διατηρώντας τον ρόλο τους σε όλη τη διάρκεια των αιώνων της οθωμανικής κυριαρχίας.
Νεότερη και Επαναστατική Περίοδος
Κατά τον Πόλεμο του Μωρέως (1684–1699), ο στόλος του Φραγκίσκου Μοροζίνι κατέλαβε προσωρινά τα φρούρια (1687), όμως με τη Συνθήκη του Κάρλοβιτς (1699) επανήλθαν στους Οθωμανούς. Παρέμειναν ισχυρές βάσεις έως την Επανάσταση του 1821.
Το Αντίρριο παραδόθηκε το 1829 στις δυνάμεις του Ρίτσαρντ Τσερτς και του Ιωάννη Καποδίστρια, μετά το Πρωτόκολλο του Λονδίνου, που κατοχύρωσε την ανεξαρτησία της Ελλάδας.
Στο νεοσύστατο ελληνικό κράτος, τα κάστρα έχασαν τη στρατιωτική τους σημασία και χρησιμοποιήθηκαν κατά καιρούς ως φυλάκια ή φυλακές. Η στρατηγική τους αξία περιορίστηκε οριστικά με την ανάπτυξη της σύγχρονης ναυτικής τεχνολογίας.
Η Σύγχρονη Εποχή — Η Γέφυρα της Ένωσης
Η φυσική ενότητα των δύο ακρωτηρίων πραγματοποιήθηκε ουσιαστικά με τη Γέφυρα Ρίου–Αντιρρίου «Χαρίλαος Τρικούπης», που εγκαινιάστηκε το 2004. Η καλωδιωτή αυτή γέφυρα, μία από τις μεγαλύτερες στον κόσμο του είδους της, ενώνει την Πελοπόννησο με τη Στερεά Ελλάδα, συμβολίζοντας τη μετάβαση από τη γεωγραφική απομόνωση στη μόνιμη σύνδεση. Οι πυλώνες της ορθώνονται πλάι στα παλαιά κάστρα, συνδέοντας οπτικά και συμβολικά αιώνες στρατιωτικής φύλαξης με τη σύγχρονη εποχή της συνεργασίας και της ενότητας.




