Μυτιλήνη
Η πόλη της Μυτιλήνης, η πρωτεύουσα του νησιού, απλώνεται πάνω σε εφτά λόφους και είναι μία από τις αρχαιότερες πόλεις της Ελλάδας, με ιστορία που αρχίζει από την 3η χιλιετηρίδα π.Χ.
Στην αρχαιότητα η Μυτιλήνη βρισκόταν στην ανατολικότερη ακτή της Λέσβου πάνω σε ένα μικρό νησί που ενώθηκε αργότερα με τη Λέσβο και επεκτεινόταν ανάμεσα στο βόρειο και το νότιο λιμάνι. Το νησάκι της Μυτιλήνης χωριζόταν με έναν πορθμό, μήκους 700 μέτρων και πλάτους 30 μέτρων, με την υπόλοιπη Λέσβο. Η Ελληνική λέξη “Εύριπος” χρησιμοποιούνταν συχνά στις αναφορές για κάποιον Πορθμό, κάτι αντίστοιχο με τη Χαλκίδα. Το στενό επέτρεπε τη διέλευση πλοίων, που ήταν γνωστά ως τριήρης, με τρεις σειρές κουπιών κι είχαν έξι μέτρα πλάτος. Η πόλη επεκτεινόταν και στις δυο πλευρές του Πορθμού, η μετάβαση από το ένα τμήμα στο άλλο γινόταν με μαρμάρινες γέφυρες. Ο πορθμός σταδιακά γέμισε με απορρίμματα και λάσπη και επιχωματώθηκε.
Η πόλη έκοβε από τα τέλη του 6ου αιώνα π.Χ. μέχρι τα μέσα του 4ου αιώνα π.Χ. δικά της νομίσματα από ήλεκτρο.
Το 429 π.Χ. η Μυτιλήνη εναντιώθηκε στην Αρχαία Αθήνα κι η αποστασία αυτή γνώρισε βίαιη καταστολή. Η Αθηναϊκή Σύνοδος αποφάσισε να σφάξουν όλους τους άντρες της πόλης και να πουλήσουν τα γυναικόπαιδα σαν δούλους αλλά η Σύνοδος την επόμενη μέρα ακύρωσε την προηγούμενη απόφαση της. Δυστυχώς ήταν ήδη αργά κι η εντολή που είχε ήδη δοθεί, εκτελέστηκε με αποτέλεσμα να θανατωθούν 3.000 κάτοικοι.
Τον Μεσαίωνα η Μυτιλήνη ανήκε στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία, ενώ για κάποιο χρονικό διάστημα, όταν την κατέλαβε ο Τζαχάς (1085), πέρασε στη Δυναστεία των Σελτζούκων. Οι Βυζαντινοίμε τη βοήθεια Οθωμανικών δυνάμεων ανακατέλαβαν το νησί. Ο αυτοκράτορας Ιωάννης Ε΄ Παλαιολόγος έδωσε τη Λέσβο προίκα στον Γενοβέζο ευγενή Φραντσέσκο Α΄ Γκαττιλούζιο όταν παντρεύτηκε την αδελφή του Μαρία Παλαιολογίνα της Λέσβου. Η Δημοκρατία της Γένοβας κατείχε τη Λέσβο μέχρι τη χρονιά που την κατέκτησε ο Οθωμανός Σουλτάνος Μωάμεθ Β΄ ο Πορθητής (1462).
Οι οικονομικές και κοινωνικές αλλαγές των δομών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας επηρέασαν άμεσα και έμμεσα τη Μυτιλήνη. Η Μυτιλήνη καθιερώθηκε ως επίνειο ολόκληρου σχεδόν του νησιού στον τομέα του διαμετακομιστικού εμπορίου, με τη συγκρότηση διαύλων συνεργασίας και επικοινωνίας με τα μεγαλύτερα εμπορικά κέντρα της εποχής, όπως τα λιμάνια της Μικράς Ασίας και της Μαύρης Θάλασσας, αλλά και της Αιγύπτου και της Δυτικής Μεσογείου.
Μετά το 1923 η εικόνα αλλάζει με την αποχώρηση των μουσουλμάνων και την εγκατάσταση των προσφύγων. Οικοδομήθηκαν νέες συνοικίες και μεταβιβάστηκαν τίτλοι ιδιοκτησίας. Παρά τις επιπτώσεις της Μικρασιατικής Καταστροφής στην οικονομική και κοινωνική ζωή, οι εμπορικές δραστηριότητες και η βιομηχανική παραγωγή διατηρήθηκαν ακμαίες και αποδοτικές μέχρι το 1940.
Σήμερα αποτελεί το κέντρο του νησιού και πόλο έλξης τουριστών . Αξίζει κανείς να περπατήσει στο λιθόστρωτο δρόμο της πόλης της Μυτιλήνης και αφού διασχίσει την αγορά αξίζει να ανηφορίσει προς το βυζαντινό Κάστρο, γνωστό και ως Φρούριο της Μυτιλήνης. Η παλαιότερη επιβεβαιωμένη φάση κατασκευής του κάστρου, τοποθετείται στον 6ο αιώνα επί Ιουστινιανού Α´. Η σημερινή μορφή του κάστρου οφείλεται κατά κύριο λόγο στην ανοικοδόμηση του Φραγκίσκου Γατελούζου Α΄ και των διαδόχων του, από τα χρόνια της ηγεμονίας τους στο νησί (1355-1462), και των Οθωμανών στη συνέχεια (1462-1912).
Την πόλη κοσμούν ωραίες εκκλησίες από τις οποίες ξεχωρίζουν η Μητρόπολη (17ος αιώνας) με το γοτθικού ρυθμού κωδωνοστάσιο και ο επιβλητικός ´Αγιος Θεράπων (1880). Η Μονή Αγίου Ραφαήλ βρίσκεται μόλις 12 χλμ. από την πόλη σε ελαιόφυτη έκταση των Καρυών Θερμής. Η Μυτιλήνη ήταν γενέτειρα μεγάλων προσωπικοτήτων όπως οι ποιητές Σαπφώ και Αλκαίος ο Μυτιληναίος, αλλά και ο πανίσχυρος Πίνδαρος, ένας από τους Επτά Σοφούς. Ο Αριστοτέλης έζησε στη Μυτιλήνη δύο χρόνια (337 – 335 π.Χ.), το ίδιο κι ο φίλος και διάδοχος του Θεόφραστος που γεννήθηκε κι εκεί.
Ο Παληός
Μια σχετικά άγνωστη και απομονωμένη περιοχή στα βόρεια της Λέσβου, με δεκάδες σπάνια είδη ζώων και φυτών, είναι ο Παληός. Ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της περιοχής είναι οι διάσπαρτες μικρές φυσικές λίμνες, οι «λούτσες», όπως τις ονομάζουν οι ντόπιοι, οι οποίες δεν ξεπερνούν σε μέγεθος το μισό στρέμμα. Οι λούτσες απέχουν περίπου μισό χιλιόμετρο από τις ακτές, ενώ ανάμεσα τους κυλούν μικρά εποχικά ρέματα, όπως η Καμήλα και ο Ανοιχτός, τα οποία εκβάλλουν σε όμορφες παραλίες δημιουργώντας μικρούς υγροτόπους. Εδώ απαντώνται κάποια από τα πιο σπάνια είδη φυτών στην Ελλάδα. Στις λούτσες υπάρχει και χαρακτηριστική υδρόφιλη βλάστηση με καλαμιές και βούρλα καθώς και υδρόβια φυτά όπως η νεραγκούλα.
Από την ακτή μπορεί κανείς να απολαύσει τη θέα προς τα Τοκμάκια, ένα σύμπλεγμα από τέσσερα χαμηλά νησάκια που απέχουν μόλις 1,4 χλμ. από την ακτή.
Πολύ κοντά, στην άκρη ενός προστατευμένου κόλπου, βρίσκεται το μικρό λιμάνι Παληός, το οποίο ήταν σε μόνιμη χρήση παλαιότερα καθώς πρόκειται για το κοντινότερο σημείο της Λέσβου με τις ακτές της Μικράς Ασίας. Τα λίγα σπίτια που βλέπουμε σήμερα στον οικισμό πίσω από το αλιευτικό καταφύγιο, ήταν κάποτε καλύβες ψαράδων. Το σπίτι που βρίσκεται ακριβώς μπροστά στην παραλία ήταν κάποτε το Τελωνείο και οι εμπορικές σχέσεις με την Σμύρνη απέναντι γνώριζαν ακμή. Με την απελευθέρωση της Λέσβου από τους Τούρκους, το 1912, οι σχέσεις συνεχίστηκαν και το λιμάνι του Παληού είχε πολύ κίνηση. Όταν όμως καταστράφηκε η Σμύρνη το 1922 και οι Έλληνες διώχτηκαν από τις ακτές της Μικράς Ασίας, οι εμπορικές σχέσεις σταμάτησαν και το Τελωνείο έκλεισε.
Στην περιοχή υπάρχουν, λαξεμένοι πάνω στα βράχια της παραλίας, οι μυστηριακοί αρχαίοι τάφοι της περιοχής (η περιοχή δεν έχει αξιοποιηθεί αλλά υπάρχουν πινακίδες).
Η Συκαμινιά (Συκαμνιά)
Το χωριό έχει χαρακτηριστεί ως παραδοσιακός οικισμός. Τα σπίτια του χωριού είναι πετρόκτιστα και πανέμορφα. Ανάμεσα σε αυτά βρίσκεται η οικία του Μυριβήλη, η οποία όμως δεν είναι επισκέψιμη. Στο χωριό λειτουργεί λαογραφικό μουσείο το οποίο στεγάζεται στο δημοτικό σχολείο. Στο μουσείο βρίσκεται και συλλογή με αντικείμενα του Μυριβήλη. Επίνειο του χωριού είναι η Σκάλα Συκαμινιάς, όπου βρίσκεται η εκκλησία της Παναγίας της Γοργόνας. Το ξωκλήσι έχει πάρει το όνομά του από τη χαρακτηριστική τοιχογραφία άγνωστου λαϊκού ζωγράφου που απεικόνιζε την Παναγία με ουρά γοργόνας, αλλά δεν υπάρχει πια στην εκκλησία. Στο κέντρο του χωριού, πάνω από το λιμάνι, βρίσκεται μια μουριά που είναι πάνω από 130 χρονών κι επειδή στον ίσκιο της καθόταν ο Μυριβήλης, τη φωνάζουν «Η μουριά του Μυριβήλη».
Στο ακρωτήριο Κόρακας, κοντά στο χωριό Συκαμινιά στην Λέσβο και μόλις 6 ναυτικά μίλια απέναντι από τις τουρκικές ακτές, στέκεται εγκαταλελειμμένος ο φάρος του ακρωτηρίου. Πρωτολειτούργησε το 1863 και κατασκευάστηκε από την Γαλλική εταιρεία φάρων. Το ύψος του πύργου είναι 6,5 μέτρα. Η πρόσβαση στον φάρο είναι αρκετά δύσκολη από την ξηρά.
Η Μήθυμνα
Η Μήθυμνα (Μόλυβος) είναι ένας μεγάλος παραδοσιακός οικισμός της Λέσβου. Στην αρχαιότητα ονομαζόταν Μήθυμνα, ενώ το όνομα Μόλυβος το απέκτησε στα τέλη της Βυζαντινής περιόδου. Το όνομα «Μήθυμνα» έχει προελληνική ρίζα (πελασγική) και διατηρήθηκε σε όλη την αρχαιότητα, μέχρι το 1354 μ.Χ. Από τα χρόνια της κυριαρχίας της δυναστείας των Γατελούζων στο νησί, δηλαδή από το 1355 μ.Χ. επικρατεί το όνομα Μόλυβος. Η προέλευση του πιθανότατα προέρχεται από την Φράγκικη έκφραση «Mont d’olives» (το όρος των ελαιόδεντρων), άλλοι πάλι ισχυρίζονται ότι βγαίνει από τα άφθονα πετρώματα μολύβδου που υπάρχουν στην περιοχή. Οι κάτοικοι σήμερα αναφέρονται στην πόλη τους με την ονομασία Μόλυβος.
Κατά τη Μυθολογία, η Μήθυμνα, μαζί με τη Μυτιλήνη, την Άντισσα, την Αρίσβη και τον Ερεσό, ήταν παιδιά του βασιλιά Μακαραέα, που εποίκισε τη Λέσβο. Από τα παιδιά λοιπόν του βασιλιά πήραν αντίστοιχα και τα ονόματά τους οι συγκεκριμένες πόλεις του νησιού, που χιλιάδες χρόνια τώρα μένουν στις ίδιες θέσεις και διατηρούν τα ίδια ονόματα. Η Μήθυμνα παντρεύτηκε το Θεσσαλό ήρωα Λέσβο, που κι αυτός εποίκισε το νησί.
Στην αρχαιότητα, όταν οι Αθηναίοι κατέστειλαν την αποστασία του νησιού η Μήθυμνα ήταν η μόνη πόλη της Λέσβου που γλύτωσε από την εκτέλεση των αντρών. Η Μήθυμνα και η Χίος ήταν τα μοναδικά μέλη στην Συμμαχία της Δήλου που παρέμειναν αυτοδιοικούμενα και δεν πλήρωναν φόρο. Δεν υπάρχουν πολλές πληροφορίες για την ιστορία της πριν τον 4ο αιώνα π.Χ. αλλά η ύπαρξη της ως Πόλις πιστοποιείται με χάλκινα και ασημένια νομίσματα.
Το κάστρο της Μήθυμνας, το δεύτερο σε μέγεθος και σημασία κάστρο της Λέσβου, είναι κτισμένο επάνω στα λείψανα της αρχαίας οχύρωσης. Θεμελιώθηκε κατά τους Βυζαντινούς χρόνους τον 6ο αιώνα επί Αυτοκράτορα Ιουστινιανού Α΄. Στη σημερινή του μορφή είναι σε μεγάλο βαθμό έργο των Γενοβέζων ηγεμόνων με πολλές μεταγενέστερες προσθήκες και επισκευές επί οθωμανικής κυριαρχίας αλλά και με σύγχρονες επισκευές που δύσκολα διακρίνονται καθώς έχουν γίνει με τα ίδια υλικά.
Οι φυσικές καλλονές της Μήθυμνας και ο μοναδικός αρχιτεκτονικός της χαρακτήρας, με τα πολύχρωμα νεοκλασικά του, την κατέστησαν μια από τις πιο τουριστικές περιοχές της Λέσβου. Χαρακτηριστικά είναι τα δημόσια κτίσματα που σώζονται στο Μόλυβο, με τις ανάγλυφες επιγραφές τους, η βρύση που υπάρχει στο κτίριο του παλιού Διοικητηρίου(1898) κ.ο.κ. Η πόλη αναγνωρίζεται ως παραδοσιακός οικισμός, από το 1965, και κηρύχτηκε διατηρητέος.
Στη Μήθυμνα εγκαταστάθηκε ο Ηλίας Βενέζης το 1922, Μικρασιάτης πρόσφυγας από τις Κυδωνίες. Τρία χλμ. ανατολικότερα της κωμόπολης βρίσκεται η παραλία Εφταλού (Ευθαλού), όπου ο Βενέζης έχτισε το εξοχικό του. Εκεί βρίσκεται και ο τάφος του, ο οποίος σύμφωνα με τη επιθυμία του λογοτέχνη είναι ανώνυμος κι έχει μία μόνο λέξη γραμμένη πάνω του, τη λέξη «Γαλήνη». Στην Εφταλού υπάρχει χλωριούχος ραδιενεργός πηγή με θεραπευτικές ιδιότητες.
Το Σίγρι
Η ονομασία Σίγρι πιθανότατα προέρχεται από το Βενετικό «siguro», το οποίο σημαίνει ασφαλές, δηλαδή ασφαλές λιμάνι.
Η πρώτη γραπτή αναφορά του χωριού γίνεται από τον Στράβωνα, δεν είναι όμως εξακριβωμένο πότε δημιουργήθηκε οικισμός στην περιοχή. Μετά τον 14ο αιώνα εντοπίζεται οργανωμένη κοινότητα, η οποία όμως κατά τη διάρκεια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας λόγω των πολλών επιθέσεων από πειρατές ερημώθηκε αρκετές φορές. Πιθανολογείται ότι στο ίδιο σημείο υπήρχε κάποιου είδους οχύρωμα των Γατελούζων.
Κατά την Τουρκοκρατία και όταν καταργείται το Κάστρο της Καλλονής, ιδρύεται το 1757 το Κάστρο του Σιγρίου, από τον αρχιναύαρχο του οθωμανικού στόλου Σουλεϊμάν πασά, προκειμένου να προστατευθεί η περιοχή από τις επιδρομές των πειρατών και να διασφαλιστεί η ομαλή διακίνηση των εμπορευμάτων. Σύμφωνα με τεκμηριωμένες πληροφορίες, σε πρωτοβουλία του Σουλεϊμάν πασά οφείλεται και η ανέγερση τζαμιού, σχολείου, λουτρού, χαμάμ, ενός μεγάλου υδραγωγείου και κρηνών καθώς και αγωγός που μετέφερε το νερό από παρακείμενη πηγή.
Στα 1777 στο κάστρο του Σιγρίου ήταν εγκατεστημένος ένας λόχος τουφεκιοφόρων και πυροβολητών ενώ στα 1789 το κάστρο διέθετε φρουρά 100 ανδρών και 200 κανόνια. Η ασφάλεια που παρείχε οδήγησε στην οικιστική ανάπτυξη της περιοχής. Οι πρώτοι κάτοικοι ήταν, σύμφωνα με ιστορικές πηγές, Τούρκοι πρώην έγκλειστοι στη φυλακή του φρουρίου, οι οποίοι επέλεξαν μετά την αποφυλάκιση τους να επιστρέψουν εκεί με τις οικογένειές τους.
Το 1889 έγινε σεισμός που έπληξε τη δυτική Λέσβο και τμήματα των τειχών του φρουρίου, κατέρρευσαν. Το τζαμί ξανακτίστηκε στο τέλος του 19ου αιώνα. Διατηρήθηκε σε πολύ καλή κατάσταση και από το 1928 χρησιμοποιείται ως εκκλησία. Το λουτρό υπάρχει ακόμα, αλλά βρίσκεται σε κακή κατάσταση.
Με την απελευθέρωση το 1912 έπαψε το κάστρο να υφίσταται ως Τουρκικό στρατόπεδο και πέρασε στα χέρια των συμμάχων, όπου και το χρησιμοποίησαν ως βάση ανεφοδιασμού κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Αργότερα με την ανταλλαγή πληθυσμών οι Τούρκοι κάτοικοι εγκατέλειψαν το Σίγρι και εγκαταστάθηκαν σε αυτό έλληνες πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία. Οι πρόσφυγες κάτοικοι είχαν παράδοση στη ναυτιλία και την αλιεία και τα εμπορικά πλοία των Σιγριανών κυριαρχούσαν στο Αιγαίο μέχρι τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, που οι μικρές αυτές επιχειρήσεις δεν άντεξαν. Την περίοδο 1950 – 1960 αρκετοί κάτοικοι μετανάστευσαν στην περιοχή των Αθηνών, αλλά και σε Αυστραλία, ΗΠΑ και Καναδά.
Σήμερα το Σίγρι δέχεται χιλιάδες επισκέπτες και το πιο ενδιαφέρον σημείο του, είναι το απολιθωμένο Δάσος. Έχει έκταση 150.000 στρέμματα και απλώνεται σε όλη τη Νοτιοδυτική περιοχή της Λέσβου. Δημιουργήθηκε πριν από 15 – 20 εκατομμύρια χρόνια, από την έντονη ηφαιστειακή δραστηριότητα. Το δάσος αποτελείται από απολιθωμένους κορμούς κωνοφόρων δέντρων και άλλων, όπως μεγάλους όρθιους κορμούς σεκόϊας, που φτάνουν σε ύψος 5 μέτρων. Το Απολιθωμένο Δάσος της Λέσβου είναι διατηρητέο μνημείο της φύσης από το 1985.
Η ομορφιά του Σιγρίου αποτυπώνεται στο σχόλιο του τιμημένου με Νόμπελ λογοτεχνίας Αλμπέρ Καμύ το 1959, έγραψε: «Αργότερα, όταν αράξαμε στο Σίγρι, μαγεύτηκα από τη γραφική λιτότητα του τοπίου, τους απλούς ανθρώπους, το απολιθωμένο δάσος και τον μύθο για κείνο το άλλο, που λένε πως βρίσκεται στο βυθό. Εδώ θέλω να ’ρθω να ζήσω και να εργαστώ. Είναι ο τόπος των θεών!».
Η Ερεσός
Βρίσκεται στη νοτιοδυτική πλευρά του νησιού, ανάμεσα σε δύο υψώματα με το όνομα Τρούλος και Λεμπόρ.
Πήρε το όνομα της από τον ομώνυμο ιδρυτή Ερεσό, γιο του μυθικού βασιλιά της Λέσβου Μακαρέως. Πιο πιθανή όμως πρέπει να θεωρηθεί η ιστορική εκδοχή, που προέρχεται απ’ το ρήμα «ερέσσω», που σημαίνει «κωπηλατώ».
Οι πρώτοι οικιστές του τόπου στα προελληνικά χρόνια ίσως ήταν οι Πελασγοί, ενώ κατά τον 11ο έως και τον 9ο αιώνα π.X., εποχή κατά την οποία γίνονται οι μεγάλες μετακινήσεις των ελληνικών φύλων κτίζεται στη σημερινή παραλιακή τοποθεσία της Σκάλας Ερεσού, η αρχαία Ερεσός από αποίκους Αχαιούς ή ναυτικούς Αιολείς. Τα ερείπια των πύργων και των μεγάλων τειχών, σε πολυγωνική μορφή, δείχνουν ότι στην Αρχαϊκή περίοδο η πόλη ήταν ισχυρή και πλούσια.
Την εποχή που ξέσπασε ο Πελοποννησιακός Πόλεμος η πόλη άλλαζε συνεχώς χέρια ανάμεσα στους Σπαρτιάτες και τους Αθηναίους, ανάλογα με τις περιστάσεις.
Η Ερεσός κατακτήθηκε το 540 π.Χ. από τους Πέρσες ενώ το 377 π.Χ. έγινε μέλος της Β΄ Αθηναϊκής Συμμαχίας. Η Αθήνα έχασε τον έλεγχο της πόλης όταν ξέσπασε ο Πρώτος Συμμαχικός Πόλεμος (357 π.Χ. – 355 π.Χ.). Ο Απολλόδωρος και τα αδέλφια του ανέλαβαν τύραννοι της πόλης, και παρέμειναν (οι απόγονοι τους) μέχρι την εποχή που οι στρατηγοί του Φιλίππου Β΄ της Μακεδονίας την κατέλαβαν.
Ο Πέρσης στρατηγός Μέμνων επιτέθηκε ωστόσο ξανά το 333 π.Χ., κυρίευσε όλη την Λέσβο εκτός από την Μυτιλήνη, και τοποθέτησε τυράννους. Ο στρατηγός του Μεγάλου Αλεξάνδρου, Ηγέλοχος, κατέλαβε οριστικά την Ερεσό από τους Πέρσες την επόμενη χρονιά (332 π.Χ.), έφερε τους τυράννους στην Αίγυπτο για να τους δικάσει ο Μέγας Αλέξανδρος αλλά εκείνος τους επέστρεψε στην νεοσύστατη Δημοκρατία της Ερεσού. Έχουν βρεθεί πλάκες που περιγράφουν τα αδικήματα των τυράννων και γράφουν για την δίκη τους από την Δημοκρατία της Ερεσού η οποία κατέληξε στην εκτέλεση τους. Τις επόμενες δεκαετίες όλες οι πόλεις της Λέσβου εκτός από την Μυτιλήνη πέρασαν στην κυριαρχία των Πτολεμαίων της Αιγύπτου.
Την περίοδο της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, όταν ανέβηκε στον θρόνο ο Οκταβιανός Αύγουστος, οι ανώτατες τάξεις της Ερεσού έγιναν φιλορωμαϊκές. Η αριστοκρατία της Ερεσού εξασφάλισε τον τίτλο του Ρωμαίου πολίτη για τους ίδιους και τους απογόνους τους, ίδρυσαν πολλά ιερά και ναούς προς τιμή των αυτοκρατόρων και καθιέρωσαν επίσημες εορτές.
Κατά τη Βυζαντινή περίοδο τα νησιά του ανατολικού Αιγαίου (ανάμεσα τους και η Λέσβος) εξαιτίας της αποδυνάμωσης της Βυζαντινής αυτοκρατορίας (ιδιαίτερα μετά το 1200 μ.Χ.) έμειναν εκτεθειμένα σε λεηλασίες από Σαρακηνούς πειρατές, Τούρκους και Βενετούς. Εκείνη την περίοδο η Ερεσός λεηλατήθηκε πολλές φορές.
Η μετοικεσία των κατοίκων, από τη σημερινή παραλιακή θέση της Σκάλας Ερεσού (Παραλίας Ερεσού) στη σημερινή θέση του χωριού, που βρίσκεται σε απόσταση περίπου τέσσερα χιλιόμετρα από την Παραλία, υπολογίζεται στα τέλη του 17ου αιώνα και οφείλεται στην ανάγκη αποφυγής πειρατικών επιδρομών.
Στις 27 Μαΐου 1821 στην θαλάσσια περιοχή της Ερεσού ο Δημήτριος Παπανικολής ανατίναξε ένα τουρκικό πολεμικό δίκροτο πλοίο, το θρυλικό ” Φερμαντιγνεμέζ”. Η απελευθέρωση συντελείται το 1912, χρονιά κατά την οποία η Λέσβος ενσωματώθηκε στον εθνικό κορμό.
Ο Θεόφραστος, ο γνωστός «πατέρας της βοτανολογίας», ένας από τους 7 σοφούς της αρχαιότητας, γεννήθηκε στην πόλη (371 π.Χ.), αλλά έζησε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του στην Αθήνα ως μαθητής του Αριστοτέλη στην Περιπατητική Σχολή. Στην πόλη επίσης γεννήθηκε μάλλον η Σαπφώ, σπουδαία λυρική ποιήτρια της αρχαιότητας (620 π.Χ.), από πλούσια οικογένεια, που ύμνησε τον έρωτα (και) μεταξύ των γυναικών και η οποία γέννησε έναν παγκόσμιο όρο για τον ομοφυλοφιλικό έρωτα (lesbian).
Στον Κάμπο της Ερεσού κυριαρχεί η συκιά, που ήταν κάποτε το πιο αντιπροσωπευτικό είδος παραγωγής και εξαγωγής.
Η Καλλονή
Στην περιοχή της Καλλονής, σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, υπήρχε μία από τις πέντε πόλεις κράτη της Λέσβου στο τέλος του 8ου και στις αρχές του 7ου π.Χ. αιώνα. Ο σπουδαίος πολιτισμός της περιοχής (τα αρχαιολογικά ευρήματα του οποίου βρέθηκαν διάσπαρτα σε μια έκταση που ξεπερνά τα 2.500 τετραγωνικά μέτρα) πιστεύεται ότι χάθηκε στο μεγάλο σεισμό στα 231 π.X..
Στην περιοχή της Καλλονής αναπτύχθηκε ιδιαίτερα ο Μοναχισμός στα χρόνια του Βυζαντίου. Η σημερινή κωμόπολη της Καλλονής ήταν μία από τις πιο ακμαίες και σημαντικότερες Βυζαντινές πόλεις στη Λέσβο.
Το 1450 ο Τούρκος ναύαρχος Μπαλτάογλου με ένα μεγάλο στόλο κατάκτησε το νησί και οι άνδρες του απήγαγαν περισσότερους από 3000 ανθρώπους, έσφαξαν κοπάδια, κατέστρεψαν την Καλλονή. Οι κάτοικοί που απέμειναν έμεναν σε αχυρώνες, γι’ αυτό και η κωμόπολη πήρε τότε το όνομα Αχυρών. Πολύ λίγα χρόνια πέρασαν από την καταστροφή, που υπέστη η μεσαιωνική Καλλονή από τον Μπαλτάογλου και υπέστη και νέα καταστροφή με την άλωση του νησιού από τους Τούρκους το 1462. Η καταστροφή σε ένα τόσο σύντομο χρονικό διάστημα, αν και ήταν μεγάλη, δεν ήταν ολοσχερής καθώς διασώθηκαν αρκετοί κάτοικοι της περιοχής, οι οποίοι και παρέμειναν εκεί.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι αλυκές του κόλπου και οι υδροβιότοποι, που εξαιτίας της παρουσίας μεγάλου αριθμού σπάνιων πουλιών, αποτελεί σημείο έλξης έντονου οικοτουρισμού. Οι παράλιες περιοχές του κόλπου της Καλλονής έχουν ενταχθεί στο δίκτυο “Natura 2000”, αφού αποτελούν ένα άριστο καταφύγιο και τόπο αναπαραγωγής σπάνιων και προστατευμένων ειδών ορνιθοπανίδας. Ο σκωτσέζος ζωολόγος Ντ’ Άρσι Τόμπσον έγραψε ότι στις όχθες αυτής της λιμνοθάλασσας ο Αριστοτέλης, τον 4ο αιώνα π.Χ., μετά από πρόσκληση του μαθητή του Θεόφραστου, ερεύνησε, ανέλυσε και κατέγραψε τον κόσμο των ζώων και των φυτών κι έβαλε τις βάσεις για την επιστήμη της Βιολογίας.
Η Μονή Αγίου Ιγνατίου, γνωστή ως Μονή Λειμώνος εξαιτίας του λιβαδιού (λειμώνα) στο οποίο είναι χτισμένη , κοντεύει πέντε αιώνες συνεχούς λειτουργίας. Ιδιαίτερα σημαντική θέση κατέχει το μουσειακό τμήμα της μονής όπου ο επισκέπτης μπορεί να δει κειμήλια μεγάλης πολιτισμικής και ιστορικής αξίας όπως βιβλιοθήκη εντύπων με 20.000 περίπου βιβλία από το 1498 και βιβλιοθήκη χειρογράφων με 516 χειρόγραφα από τα οποία 59 είναι σε προστατευτικές μεμβράνες. Τα χειρόγραφα αυτά χρονολογούνται από τον 9ο αιώνα έως και σήμερα.
Σε μια απόσταση 4χιλιομέτρων, βρίσκεται η Σκάλα Καλλονής, το γραφικό λιμάνι της περιοχής. Η Σκάλα Καλλονής με τη μεγάλη αμμώδη παραλία της, φημίζεται και για την σαρδέλα Καλλονής ή αλλιώς “παπαλίνα” που αποτελεί έναν από τους κλασσικούς ελληνικούς μεζέδες. Μάλιστα στα πλαίσια πολιτιστικών εκδηλώσεων διοργανώνεται κάθε καλοκαίρι, στις 7 Ιουλίου, η «Γιορτή της Σαρδέλας», τριήμερο δηλαδή γλέντι και ιπποδρομίες, όπου προσφέρονται στους επισκέπτες ψημένες στα κάρβουνα σαρδέλες και ούζο, συνοδεία ζωντανής παραδοσιακής μουσικής και χορευτικών παραστάσεων.
Το Πλωμάρι
Χτίστηκε στη σημερινή του θέση γύρω στο 1842, όταν κυριαρχούσε ο φόβος των πειρατών. Διασχίζεται από τον χείμαρρο Σεδούντα. Το πρώτο όνομα τού Πλωμαρίου ήταν Ποταμός, λόγω του χειμάρρου. Το Μεγαλοχώρι, που τότε ονομαζόταν Πλωμάρι, ήταν το μεγαλύτερο αγροτικό – βιοτεχνικό κέντρο της περιοχής, η οποία απαρτιζόταν από 18 μικρά αγροτικά χωριά, αναφερόμενα ως «Πλουμάρια». Το 1841-1843 επάλληλες μεγάλες πυρκαγιές κατέκαψαν το παλιό Πλωμάρι, ενώ λίγα χρόνια αργότερα, το 1850, ο μεγάλος παγετός κατέστρεψε τα περισσότερα ελαιόδενδρα της Λέσβου και οδήγησε σε απόγνωση τους κατοίκους του Πλωμαρίου. Μετά από πρωτοβουλία του Βενιαμίν του Λεσβίου (με καταγωγή από το Μεγαλοχώρι) οι κάτοικοι του Μεγαλοχωρίου μετοίκισαν στην παράκτια περιοχή του σημερινού Πλωμαρίου. Μόνο αυτός κατάλαβε ότι η μετεγκατάσταση των Πλωμαριτών κοντά στη θάλασσα θα ευνοούσε την ανάπτυξη του εμπορίου και της ναυτιλίας,
Το Πλωμάρι γνώρισε ιδιαίτερη ανάπτυξη τον 19ο αιώνα, τόσο σε ό,τι αφορά το εμπόριο, όσο και τη βιομηχανία, μέχρι τη Μικρασιατική Καταστροφή, οπότε έχασε τη δυνατότητα συναλλαγών με τα μικρασιατικά παράλια. Το χωριό, όπως και η υπόλοιπη Λέσβος, ελευθερώθηκαν από τους Οθωμανούς στις 8 Νοεμβρίου 1912. Στα μέσα του 19ου αιώνα, με την εξάλειψη της πειρατείας, το μικρό ψαροχώρι άρχισε να προσελκύει κατοίκους από το ορεινό Μεγαλοχώρι .
Σήμα κατατεθέν του οικισμού ο πλάτανος της κεντρικής πλατείας, που όπως λέγεται φυτεύτηκε το 1813.
Ξεχωρίζει για την αρχιτεκτονική και τη ρυμοτομία του, καθώς και για το πλήθος των παλιών βιομηχανικών του κτιρίων (ελαιοτριβείων, σαπωνοποιείων, ταρσανάδων κ.τ.λ.).
Το Πλωμάρι έχει καταγραφεί σαν η πατρίδα του ούζου και του σαπουνιού. Η παραγωγή του φημισμένου ούζου γινόταν αρχικά σε μικρά τοπικά αποστακτήρια, (που τα αποκαλούσαν “ρακαριά”). Μετά τα τέλη του 19ου αιώνα αναπτύχθηκαν ιδιαίτερα οι ποτοποιίες, όπως το αποστακτήριο του Ούζου Πλωμαρίου Ισιδώρου Αρβανίτη όπου λειτουργεί Μουσείο Ούζου, με την ονομασία «Ο Κόσμος του Ούζου». Οι επισκέπτες, έχουν την ευκαιρία, να μάθουν για την ιστορία του Ούζου, να αγγίξουν και να μυρίσουν βότανα και καρπούς της Λεσβιακής γης, συστατικά του Ούζου Πλωμαρίου, να περιπλανηθούν στο χώρο της εμφιάλωσης και να παρακολουθήσουν από κοντά όλη την ιεροτελεστία της απόσταξης που γίνεται παραδοσιακά σε 18 μικρούς χειροποίητους χάλκινους άμβυκες. Μαζί με τις ποτοποιίες και οι σαπωνοποιίες και αναδείχτηκαν σε σημαντικές βιοτεχνίες με αξιόλογη παραγωγή προς εξαγωγή.
Στο Πολύκεντρο του Δήμου (το ανακαινισμένο και μετασκευασμένο πρώην σαπωνοποιείο Πούλια) λειτουργεί “Μουσείο Σαπουνιού”, όπου εκτίθενται όλα τα σύνεργα παρασκευής του προϊόντος, ετικέτες από διάφορες μάρκες λεσβιακών σαπουνιών, καθώς και η εμπορική αλληλογραφία των ιδιοκτητών του σαπωνοποιείου με αγορές του εξωτερικού. Τέλος, στον ίδιο χώρο λειτουργεί και μόνιμη έκθεση φωτογραφικού υλικού για τα πλοιάρια του Πλωμαρίου, μια και η περιοχή είχε έναν αξιόλογο εμπορικό στόλο, που είχε έντονη παρουσία στο Αιγαίο και τη Μεσόγειο μέχρι έως και τη Μαύρη Θάλασσα.
Κάθε καλοκαίρι πραγματοποιούνται πλήθος πολιτιστικών εκδηλώσεων με σημαντικότερη τη «Γιορτή του Ούζου», «τη Ναυτική εβδομάδα» και τα «Βενιαμίνεια».
Η Γέρας
Πήρε το όνομά της από τον ομώνυμο κόλπο στον οποίο δέσποζε. Αποτελείται από τα χωριά Παππάδος, Παλαιόκηπος, Μεσαγρός, Σκόπελος, Πλακάδος και Πέραμα. Τα 5 από τα 6 χωριά βρίσκονται πολύ κοντά μεταξύ τους, μερικά είναι ουσιαστικά ενωμένα. Στη περιοχή στο τέλος του 19ου αιώνα και στις αρχές του 20ου εγκαινιάστηκαν τα ατμοκίνητα εργοστάσια. Δώδεκα λιοτρίβια, οκτώ σαπωνοποιεία, πυρηνελαιουργεία, το «ταμπακαριό» του Σουρλάγκα, που οι κάτοικοι το θεωρούσαν το μεγαλύτερο βυρσοδεψείο των Βαλκανίων, αλευρόμυλοι και άλλες, μικρές και μεγάλες, βιοτεχνίες έδιναν δουλεία στους κατοίκους της περιοχής.
Στον Κόλπο Γέρας βρίσκεται βυθισμένη η αρχαία πόλη Ιέρα που κατά πάσα πιθανότητα έδωσε το όνομα της στην περιοχή.
Το κάστρο της Γέρας αξίζει κανείς να το επισκεφτεί. Η οχύρωση είναι μεσαιωνική αλλά απροσδιόριστης χρονολογίας παρουσιάζοντας ομοιότητες με άλλα ερειπωμένα κάστρα στο εσωτερικό της Λέσβου, όπως της Αγιάσου, το Χαλαντρόκαστρο (που είναι χτισμένο σε παρόμοιας μορφολογίας βράχο) κλπ. Δεν υπάρχουν αναφορές από ιστορικές πηγές για όλες αυτές τις οχυρώσεις. Φαίνεται πως ήταν, αρχικά, κατασκευές της μεσοβυζαντινής περιόδου, μάλλον των σκοτεινών χρόνων (μεταξύ 7ου και 9ου αιώνα), όταν Σαρακηνοί και άλλοι πειρατές άρχισαν να λυμαίνονται το Αιγαίο. Στην πλειοψηφία τους τα κάστρα αυτά συνέχισαν να χρησιμοποιούνται τουλάχιστον μέχρι την γενοβέζικη περίοδο των Γατελούζων (1355-1462). Μερικά χρησιμοποιήθηκαν και κατά την Τουρκοκρατία.Το κάστρο της Γέρας, ειδικά, δεν πρέπει να χρησιμοποιήθηκε κατά την Τουρκοκρατία καθώς οι Οθωμανοί δεν ευνοούσαν καθόλου την παραμονή χριστιανικών πληθυσμών σε απρόσιτα και οχυρωμένα μέρη.
Μεγάλο ενδιαφέρον έχουν οι δύο σπηλιές που μέσα τους υπάρχουν μικρές παραλίες. Το πιο εντυπωσιακό με αυτές τις μικρές σπηλιές (με μεγαλύτερη τη Καβουρόλιμνη), είναι η διαφορετική οπτική του ηλιοβασιλέματος. Οι βράχοι της σπηλιάς σχηματίζουν ένα κάδρο, με τα νερά του κόλπο ως κάτοπτρο. Στις παραλίες αυτές υπάρχουν κοχύλια αντί για άμμο. Επίσης μέσα στη θάλασσα αναβλύζει γλυκό νερό.