
Από τη Σικυώνα στο Κιάτο: Μια αρχαία καταγωγή
Η σύγχρονη πόλη του Κιάτου βρίσκεται πάνω σε έναν από τους αρχαιότερους συνεχώς κατοικημένους τόπους της Ελλάδας, με ρίζες που φτάνουν ως την ένδοξη αρχαία πόλη της Σικυώνας. Στην αρχαιότητα, η Σικυών υπήρξε μία από τις σημαντικότερες πόλεις-κράτη της Πελοποννήσου, φημισμένη για την τέχνη, την πολιτική και την πολιτιστική της πρωτοπορία. Η αρχαία ακρόπολη βρισκόταν λίγο πιο μέσα από το σημερινό Κιάτο, σε λόφο που εποπτεύει τον Κορινθιακό κόλπο – ένα φυσικό φρούριο και σκηνή ιστορίας.
Σύμφωνα με τον μύθο, η Σικυών ιδρύθηκε από τον Αιγιαλέα, γιο του Ίναχου, βασιλιά του Άργους, και οι πρώτοι της βασιλείς ανήκαν σε πανάρχαιες δυναστείες. Κατά την Κλασική εποχή, η πόλη άνθησε υπό τον Κλεισθένη της Σικυώνας, παππού του ομώνυμου νομοθέτη της Αθήνας. Ο Κλεισθένης υπήρξε τύραννος, αλλά και προστάτης των τεχνών και των δημοσίων εορτών. Η Σικυών έγινε κέντρο ζωγραφικής και γλυπτικής, πατρίδα μεγάλων δημιουργών όπως ο Λύσιππος, γλύπτης του Μεγάλου Αλεξάνδρου, και ο Εύπομπος, ζωγράφος που ενέπνευσε ολόκληρη σχολή τέχνης αντίπαλη της αθηναϊκής.
Μετά τον θάνατο του Αλεξάνδρου (323 π.Χ.), η Σικυών συνδέθηκε στενά με την Αχαϊκή Συμπολιτεία, της οποίας υπήρξε εξέχον μέλος. Κατά την Ελληνιστική εποχή, η πόλη μετατοπίστηκε σταδιακά προς την ακτή – μια εξέλιξη που οδήγησε στη γένεση του σημερινού Κιάτου. Σεισμοί, πλημμύρες και προσχώσεις των ποταμών ώθησαν τη μεταφορά του οικισμού προς τη θάλασσα.
Ρωμαϊκή και Βυζαντινή περίοδος
Μετά την κατάκτηση της Ελλάδας από τους Ρωμαίους (146 π.Χ.), η Σικυών διατήρησε την ακμή της, γνωστή για την κεραμική και τα κρασιά της. Ρωμαϊκές επαύλεις, μωσαϊκά και λουτρά που έχουν βρεθεί στην περιοχή μαρτυρούν μια περίοδο ευημερίας. Ωστόσο, καθώς το ρωμαϊκό οδικό δίκτυο ευνοούσε την ακτή, η κατοίκηση μεταφέρθηκε όλο και πιο κοντά στη θάλασσα – θεμελιώνοντας έτσι το μεταγενέστερο Κιάτο.
Κατά τη βυζαντινή εποχή, η περιοχή παρέμεινε ζωντανή, αν και η αρχαία πόλη μαράζωνε. Δημιουργήθηκαν νέοι χριστιανικοί οικισμοί, με βασιλικές και αγροτικά παρεκκλήσια που στόλιζαν τον εύφορο κάμπο. Η αφθονία ελαιών, αμπελιών και σιτηρών διατήρησε τη σημασία της περιοχής ακόμη και σε δύσκολους καιρούς επιδρομών.
Φραγκοκρατία και Ενετοκρατία
Κατά τον Μεσαίωνα, μετά την Δ΄ Σταυροφορία (1204), η περιοχή πέρασε σε Φράγκους και αργότερα Ενετούς, ως τμήμα του Πριγκιπάτου της Αχαΐας. Το φρούριο της Ακροκορίνθου ήταν το κλειδί για τον έλεγχο της βόρειας Πελοποννήσου, ενώ το Κιάτο εξυπηρετούσε ως μικρό αλλά χρήσιμο λιμάνι. Σε ενετικά αρχεία εμφανίζεται για πρώτη φορά η ονομασία “Chiatto” ή “Chiato”, πιθανώς αναφερόμενη στο νέο παραθαλάσσιο οικισμό που αντικατέστησε την παλαιά Σικυώνα.
Τουρκοκρατία και Επανάσταση
Κατά την τουρκοκρατία (15ος–19ος αι.), το Κιάτο ήταν μικρός αλλά δραστήριος οικισμός, γνωστός για τις σταφίδες και τα αμπέλια του. Ο κάμπος της Σικυώνας παρήγε την περίφημη μαύρη κορινθιακή σταφίδα, η οποία εξαγόταν σε όλη την Ευρώπη. Τα μοναστήρια του Αγίου Βλασίου και του Λεοντίου αποτέλεσαν πνευματικά και μορφωτικά κέντρα που διέσωσαν την ελληνική ταυτότητα.
Κατά την Επανάσταση του 1821, οι κάτοικοι της περιοχής συμμετείχαν ενεργά, προσφέροντας πολεμιστές και εφόδια. Ο κάμπος αποτέλεσε δίοδο μεταξύ των βουνών και της θάλασσας. Μετά την ανεξαρτησία, το Κιάτο αναπτύχθηκε ως εμπορικό και αγροτικό κέντρο.
Το νεότερο Κιάτο
Η σύγχρονη ταυτότητα του Κιάτου διαμορφώθηκε στα τέλη του 19ου αιώνα, με την άφιξη του σιδηροδρόμου. Το λιμάνι επεκτάθηκε και η πόλη έγινε εξαγωγικό κέντρο σταφίδας και εσπεριδοειδών. Τα νεοκλασικά αρχοντικά των εμπόρων της εποχής σώζονται ακόμη, μάρτυρες μιας εποχής ευμάρειας.
Κατά τον 20ό αιώνα, μετά την πτώση του εμπορίου της σταφίδας, το Κιάτο μεταμορφώθηκε σε παραθαλάσσιο θέρετρο και διοικητικό κέντρο. Οι παραλίες του με τα αλμυρίκια άρχισαν να προσελκύουν επισκέπτες, ενώ η πόλη αναπτύχθηκε γοργά χωρίς να χάσει τον ήρεμο ρυθμό της.
Σήμερα, το Κιάτο αποτελεί πύλη προς τη βόρεια Πελοπόννησο, τόπο που ενώνει το παρελθόν με το παρόν – εκεί όπου η θάλασσα συναντά τους λόφους της αρχαίας Σικυώνας και κάθε γωνιά ψιθυρίζει μια ιστορία αιώνων.






